- εκλέπιση
- η (Μ ἐκλέπιση)νεοελλ.αφαίρεση τών λεπιών ψαριών ή τού φλοιού καρπώνμσν.κλώσσημα αβγών, εκκόλαψη νεοσσών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτισμός — ὁ, Α [πτίσσω] εκλέπιση, καθαρισμός τού κριθαριού … Dictionary of Greek